- ευρυχωρία
- η1) ширь, простор, раздолье; 2) обширность, вместительность, вместимость;
έχουμε αρκετή ευρυχωρία σ'αύτά το σπίτι — в этом доме достаточно места
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχουμε αρκετή ευρυχωρία σ'αύτά το σπίτι — в этом доме достаточно места
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐρυχωρία — εὐρυχωρίᾱ , εὐρυχωρία open space fem nom/voc/acc dual εὐρυχωρίᾱ , εὐρυχωρία open space fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχώρια — neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρίᾳ — εὐρυχωρίαι , εὐρυχωρία open space fem nom/voc pl εὐρυχωρίᾱͅ , εὐρυχωρία open space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυχωρία — η (ΑΜ εὐρυχωρία, Α και ιων. τ. εὐρυχωρίη) [ευρύχωρος] ευρύς χώρος, εκτεταμένος χώρος, απλωσιά αρχ. 1. ο κενός χώρος στο εξαρθρωμένο μέλος 2. (για εκτεταμένο πεδίο) το κατάλληλο για μάχη 3. (για τη θάλασσα) ανοιχτό και εκτεταμένο μέρος 4. ελεύθερο … Dictionary of Greek
ευρυχωρία — η φαρδύς, διαθέσιμος χώρος, άνεση χώρου, απλοχωριά, άπλα: Έχουμε ευρυχωρία στο σπίτι αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐρυχωρίας — εὐρυχωρίᾱς , εὐρυχωρία open space fem acc pl εὐρυχωρίᾱς , εὐρυχωρία open space fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρίαι — εὐρυχωρία open space fem nom/voc pl εὐρυχωρίᾱͅ , εὐρυχωρία open space fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρίαν — εὐρυχωρίᾱν , εὐρυχωρία open space fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωριῶν — εὐρυχωρία open space fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρίαις — εὐρυχωρία open space fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυχωρίη — εὐρυχωρία open space fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)